- ἐλελίχθων
- ἐλελίχθωνearth-shakingmasc/fem nom sgἐλελίζω 1whirl roundperf imperat mp 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελελίχθων — ἐλελίχθων, ο (Α) 1. αυτός που σείει τη γη 2. επίθ. τού Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και τού Βάκχου τού οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη … Dictionary of Greek
ἐλελίχθονα — ἐλελίχθων earth shaking neut nom/voc/acc pl ἐλελίχθων earth shaking masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλελίχθονος — ἐλελίχθων earth shaking gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek